Φάλαρ'

Φάλαρ'
Φάλαρι , Φάλαρις
fem voc sg
Φάλαρε , Φάλαρος
having a patch of white
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φάλαρ' — φάλαρα , φάλαρα neut nom/voc/acc pl φάλαρα , φάλαρον boss neut nom/voc/acc pl φάλᾱρα , φάλαρος having a patch of white neut nom/voc/acc pl φάλᾱρε , φάλαρος having a patch of white masc voc sg φάλᾱραι , φάλαρος having a patch of white fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιστεύω — (AM) 1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.) 2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» μέ εμπιστεύεται κάποιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”